- ομότονος
- -η, -ο (Α ὁμότονος, -ον)1. αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, ίση δύναμη2. αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο3. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο τονισμόνεοελλ.(για πυρετό, φλεγμονή κ.λπ.) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή αυξομειώσειςαρχ.1. αυτός που έχει την ίδια μυϊκή δύναμη σε όλους τους μυς2. μτφ. ομοιόμορφος, όμοιος, ομαλός, ίσος, στρωτός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ όμότονονμουσ. μέτριος τόνος, ανάμεσα στον βαρύ και τον οξύ.επίρρ...ομοτόνως (Α ὁμοτόνως)1. με την ίδια ένταση, με την ίδια δύναμη («ὁμοτόνως ὑπὸ τῶν ζευγῶν ἕλκεσθαι», Γαλ.)2. γραμμ. με τον ίδιο τονισμό3. όμοια, ομοιόμορφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -τονος (< τόνος), πρβλ. ισό-τονος].
Dictionary of Greek. 2013.